Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „απελευθερώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

απελευθερώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [apɛlɛfθɛˈrɔnɔ] VERB μεταβ

1. απελευθερώνω (από κάπου, από κάτι):

απελευθερώνω από

2. απελευθερώνω (αφήνω ελεύθερο):

απελευθερώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский