Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „απελαύνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

απελ|αύνω <-ασα, -άθηκα> VERB μεταβ

1. απελαύνω (μετανάστες):

απελαύνω

2. απελαύνω ΝΟΜ:

απελαύνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский