Ελληνικά » Γερμανικά

απελευθέρωσ|η <-εις> [apɛlɛfˈθɛrɔsi] SUBST θηλ

1. απελευθέρωση (από κάπου, από κάτι):

απελευθέρωση
Befreiung θηλ
απελευθέρωση κεφαλαίου
απελευθέρωση συναλλάγματος

2. απελευθέρωση (του κρατούμενού μου):

απελευθέρωση
Freilassung θηλ

3. απελευθέρωση ΦΩΤΟΓΡ:

απελευθέρωση κλείστρου
Auslöser αρσ
γυναικεία απελευθέρωση θηλ ΙΣΤΟΡΊΑ

Παραδειγματικές φράσεις με απελευθέρωση

απελευθέρωση κεφαλαίου
απελευθέρωση κλείστρου
Auslöser αρσ
απελευθέρωση συναλλάγματος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский