Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ελευθέρωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ελευθέρωσ|η <-εις> [ɛlɛfˈθɛrɔsi] SUBST θηλ

ελευθέρωση
Befreiung θηλ
ελευθέρωση κρατουμένου

Παραδειγματικές φράσεις με ελευθέρωση

ελευθέρωση θηλ αιχμαλώτου
ελευθέρωση θηλ κρατουμένου
ελευθέρωση κρατουμένου

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский