Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ελευθεριότητα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ελευθεριότητα [ɛlɛfθɛriˈɔtita] SUBST θηλ

1. ελευθεριότητα (γενναιοδωρία):

ελευθεριότητα
Freigebigkeit θηλ

2. ελευθεριότητα (στους ηθικούς κανόνες):

ελευθεριότητα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский