Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ελευθέριος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ελευθέρι|ος <-α, -ο> [ɛlɛfˈθɛriɔs] ΕΠΊΘ

1. ελευθέριος:

freie Berufe αρσ πλ

2. ελευθέριος (γενναιόδωρος):

ελευθέριος

3. ελευθέριος (στους ηθικούς κονόνες):

ελευθέριος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский