Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: εκνευριστικός , εκνευρισμός , ακουστική , οριστική και εκνευρίζω

εκνευριστικ|ός <-ή, -ό> [ɛknɛvristiˈkɔs] ΕΠΊΘ

εκνευρισμός [ɛknɛvrizˈmɔs] SUBST αρσ

εκνευρί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɛknɛˈvrizɔ] VERB μεταβ

οριστική [ɔristiˈci] SUBST θηλ ΓΛΩΣΣ

ακουστική [akustiˈci] SUBST θηλ (κλάδος, ακουστικά χαρακτηριστικά αίθουσας)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский