Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εκνευρίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εκνευρί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɛknɛˈvrizɔ] VERB μεταβ

1. εκνευρίζω (κάνω ανήσυχο):

εκνευρίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский