Ελληνικά » Γερμανικά

I . δουλ|εύω <-εψα, -εύτηκα, -εμένος> [ðuˈlɛvɔ] VERB αμετάβ

3. δουλεύω (συσκευή: λειτουργώ):

II . δουλ|εύω <-εψα, -εύτηκα, -εμένος> [ðuˈlɛvɔ] VERB μεταβ

1. δουλεύω (επεξεργάζομαι):

2. δουλεύω (κοροϊδεύω):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский