Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δούλεψη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δούλεψ|η <-εις> [ˈðulɛpsi] SUBST θηλ

1. δούλεψη (εργασία):

δούλεψη
Arbeit θηλ

2. δούλεψη (αμοιβή):

δούλεψη
Lohn αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский