Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δουλευτής“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δουλευτής (δουλεύτρα) [ðulɛfˈtis, ðuˈlɛftra] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

δουλευτής (δουλεύτρα)
guter Arbeiter αρσ (gute Arbeiterin) θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский