Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δούλεμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δούλεμα [ˈðulɛma] SUBST ουδ

1. δούλεμα (σχεδίου):

δούλεμα
Ausarbeitung θηλ

2. δούλεμα (κειμένου):

δούλεμα

3. δούλεμα (πείραγμα):

δούλεμα
Neckerei θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский