Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δουλεμπορικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δουλεμπορικ|ός <-ή, -ό> [ðulɛmbɔriˈkɔs] ΕΠΊΘ

δουλεμπορικός
Sklavenhandels-

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский