Γερμανικά » Ελληνικά

schwarz|arbeiten VERB αμετάβ

Schwarzarbeit <-> SUBST θηλ ενικ

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
In einer Rückblende wird kurz erwähnt, dass der Vater eine Zeit lang als Metzger schwarzgearbeitet hat.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"schwarzarbeiten" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский