Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δοσοληψία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δοσοληψία [ðɔsɔliˈpsia] SUBST θηλ

1. δοσοληψία ΕΜΠΌΡ:

δοσοληψία
Geschäft ουδ

2. δοσοληψία μτφ (σχέση):

was hat er mitzu tun?

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский