Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δοσολογία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δοσολογία [ðɔsɔlɔˈjia] SUBST θηλ

δοσολογία
Dosierung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский