Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δόσιμο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δόσιμο [ˈðɔsimɔ] SUBST ουδ

1. δόσιμο (η πράξη):

δόσιμο
Geben ουδ

ιδιωτισμοί:

Abgaben θηλ πλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский