Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δοσατζής“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δοσατζ|ής (-ού) [ðɔsaˈdz|is, -u] SUBST αρσ/θηλ (θηλ) (εισπράκτορας)

δοσατζής (-ού)
Schuldeneintreiber(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский