Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διαπρέπω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δι|απρέπω <-έπρεψα> [ðiaˈprɛpɔ] VERB αμετάβ (διακρίνομαι ανάμεσα σ' άλλους)

διαπρέπω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский