Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διάπραξη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διάπραξ|η <-εις> [ðiˈapraksi] SUBST θηλ

διάπραξη
Verübung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский