Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διάπυρος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διάπυρ|ος <-η, -ο> [ðiˈapirɔs] ΕΠΊΘ

1. διάπυρος (μέταλλο, έρωτας, μίσος):

διάπυρος

2. διάπυρος (πόθος):

διάπυρος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский