Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διαρθρώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διαρθρώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ðiarˈθrɔnɔ] VERB μεταβ (ύλη: δίνω κάποια δομή)

διαρθρώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский