Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διανοίγω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διανοί|γω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [ðiaˈniɣɔ] VERB μεταβ (γενικά: δημιουργώντας άνοιγμα)

διανοίγω
διανοίγω δρόμο μέσα από κάτι
διανοίγω ένα τούνελ
διανοίγω αγορές μτφ ΟΙΚΟΝ

Παραδειγματικές φράσεις με διανοίγω

διανοίγω αγορές μτφ ΟΙΚΟΝ
διανοίγω ένα τούνελ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский