Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διανόηση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διανόησ|η <-εις> [ðiaˈnɔisi] SUBST θηλ

1. διανόηση (πνευματική λειτουργία):

διανόηση
Denken ουδ

2. διανόηση (τρόπος σκέψεως):

διανόηση
Denkweise θηλ

3. διανόηση (οι διανοούμενοι):

διανόηση
διανόηση
Intelligenz θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский