Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διάνοια“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διάνοια [ðiˈania] SUBST θηλ

1. διάνοια (νους):

διάνοια
Geist αρσ
έχω κατά διάνοια
ούτε κατά διάνοια!

2. διάνοια (ιδιοφυΐα):

διάνοια
Genius αρσ

3. διάνοια (μεγαλοφυής άνθρωπος):

διάνοια
Genie ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με διάνοια

έχω κατά διάνοια
ούτε κατά διάνοια!

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский