Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διανέμω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δι|ανέμω <-ένειμα, -ανεμήθηκα, -ανεμημένος> [ðiaˈnɛmɔ] VERB μεταβ

1. διανέμω (μοιράζω):

διανέμω

2. διανέμω (γράμματα, δέματα):

διανέμω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский