Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διανοούμαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διανο|ούμαι <-ήθηκα> [ðianɔˈumɛ] VERB αυτοπ ρήμα

1. διανοούμαι (στοχάζομαι):

διανοούμαι

2. διανοούμαι (μου έρχεται μια ιδέα):

διανοούμαι

3. διανοούμαι (κατανοώ):

διανοούμαι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский