Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διάνοιξη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διάνοιξ|η <-εις> [ðiˈaniksi] SUBST θηλ (δρόμου)

διάνοιξη
Anlegung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский