Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διάσωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διάσωσ|η <-εις> [ðiˈasɔsi] SUBST θηλ

1. διάσωση (σωτηρία):

διάσωση και μτφ
Rettung θηλ
διάσωση των ναυαγών
διάσωση της τιμής
Rettung θηλ der Ehre

2. διάσωση (διατήρηση: μνημείων κτλ):

διάσωση
Bewahrung θηλ

3. διάσωση (διατήρηση):

διάσωση μτφ
Wahrung θηλ
διάσωση μτφ
Bewahrung θηλ
διάσωση της τιμής
Wahrung θηλ der Ehre

Παραδειγματικές φράσεις με διάσωση

διάσωση των ναυαγών
διάσωση της τιμής

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский