Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διασωστικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διασωστικ|ός <-ή, -ό> [ðiasɔstiˈkɔs] ΕΠΊΘ

διασωστικός
Rettungs-
Rettungsboot ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский