Ελληνικά » Γερμανικά

διασωλήνωσ|η <-εις> [ðiasɔˈlinɔsi] SUBST θηλ ΙΑΤΡ

διασωλήνωση
Intubation θηλ

διασωλήνωση (π.χ. διασωλήνωση βενζίνης) SUBST

Καταχώριση χρήστη
διασωλήνωση (π.χ. διασωλήνωση βενζίνης)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский