Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διασώζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δι|ασώζω <-έσωσα, -ασώθηκα, -ασωσμένος> [ðiaˈsɔzɔ] VERB μεταβ

1. διασώζω (σώζω):

διασώζω

2. διασώζω (διατηρώ):

διασώζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский