Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διατάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δι|ατάζω <-έταξα, -ατάχτηκα, -αταγμένος> [ðiaˈtazɔ] VERB μεταβ (προστάζω)

διατάζω κάποιον

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский