Ελληνικά » Γερμανικά

γερ|ός <-ή, -ό> [jɛˈrɔs] ΕΠΊΘ

2. γερός (ειδικά γέρος):

γερός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский