Ελληνικά » Γερμανικά

παραβρισκόμενοι [paravrisˈkɔmɛni] SUBST αρσ πλ

γκόμενος [ˈgɔmɛnɔs] SUBST αρσ οικ (νέος αγαπητικός)

ερχόμεν|ος <-η, -ο> [ɛrˈxɔmɛnɔs] ΕΠΊΘ

I . εργαζόμεν|ος <-η, -ο> [ɛrɣaˈzɔmɛnɔs] ΕΠΊΘ (που εργάζεται)

II . εργαζόμεν|ος <-η, -ο> [ɛrɣaˈzɔmɛnɔs] SUBST αρσ/θηλ

1. εργαζόμενος (σε αντίθεση με τον μη εργαζόμενο):

Grenzgänger αρσ

πτυσσόμεν|ος <-η, -ο> [ptiˈsɔmɛnɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский