Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διακίνηση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διακίνησ|η <-εις> [ðiaˈcinisi] SUBST θηλ

1. διακίνηση (μεταφορά):

διακίνηση
Transport αρσ

2. διακίνηση ΟΙΚΟΝ:

διακίνηση
Verkehr αρσ
διακίνηση εμπορευμάτων
Warenverkehr αρσ
διακίνηση επιταγών
Scheckverkehr αρσ
ελεύθερη διακίνηση
(ελεύθερη) διακίνηση θηλ κεφαλαίων
διακίνηση ιδεών
(ελεύθερη) διακίνηση θηλ συναλλάγματος
διακίνηση υπηρεσιών
διακίνηση χρυσού
Goldverkehr αρσ

3. διακίνηση ΟΙΚΟΝ (εμπόριο):

διακίνηση
Handel αρσ
διακίνηση ναρκωτικών
Drogenhandel αρσ
διακίνηση μετοχών
Aktienhandel αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με διακίνηση

διακίνηση θηλ υπηρεσιών
διακίνηση επιταγών
ελεύθερη διακίνηση
διακίνηση ιδεών
διακίνηση υπηρεσιών
διακίνηση χρυσού
διακίνηση ναρκωτικών
διακίνηση εμπορευμάτων
διακίνηση μετοχών
(ελεύθερη) διακίνηση θηλ συναλλάγματος
(ελεύθερη) διακίνηση θηλ κεφαλαίων

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский