Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διακινδύνευση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διακινδύνευσ|η <-εις> [ðiacinˈðinɛfsi] SUBST θηλ

1. διακινδύνευση (έκθεση σε κίνδυνο):

διακινδύνευση
Gefährdung θηλ
διακινδύνευση της υγείας
διακινδύνευση της υγείας
διακινδύνευση του κοινού
εξ αμελείας διακινδύνευση του κοινού ΝΟΜ

2. διακινδύνευση (έκθεση σε κίνδυνο αφανισμού):

διακινδύνευση
Riskierung θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με διακινδύνευση

διακινδύνευση της υγείας
διακινδύνευση του κοινού
εξ αμελείας διακινδύνευση του κοινού ΝΟΜ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский