Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διάκενο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διάκενο [ðiˈacɛnɔ] SUBST ουδ

1. διάκενο (ενδιάμεσος χώρος):

διάκενο
Zwischenraum αρσ

2. διάκενο ΤΥΠΟΓΡ (ανάμεσα σε στήλες):

διάκενο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский