Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διακεκομμένος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διακεκομμέν|ος <-η, -ο> [ðiacɛkɔˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. διακεκομμένος (γραμμή, εργασία):

διακεκομμένος

2. διακεκομμένος (φωνή):

διακεκομμένος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский