Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διακατέχω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . διακατέχω [ðiakaˈtɛxɔ] VERB μεταβ ohne Aoriststamm

διακατέχω

II . διακατέχομαι VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский