Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διακανονισμός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διακανονισμός [ðiakanɔnizˈmɔs] SUBST αρσ

1. διακανονισμός (γενικά):

διακανονισμός
Regelung θηλ

2. διακανονισμός (λογαριασμού):

διακανονισμός
Begleichung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский