Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διαιώνιση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διαιώνισ|η <-εις> [ðiɛˈɔnisi] SUBST θηλ

1. διαιώνιση:

διαιώνιση
Verewigung θηλ

2. διαιώνιση μτφ (συζήτησης):

διαιώνιση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский