Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διαιτολόγιο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διαιτολόγιο [ðiɛtɔˈlɔjiɔ] SUBST ουδ

1. διαιτολόγιο (πρόγραμμα δίαιτας):

διαιτολόγιο

2. διαιτολόγιο (σύνολο φαγητών: ασιατικό, μεξικανικό κτλ):

διαιτολόγιο
Kost θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский