Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διαιτητεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διαιτητεύ|ω <-σα> [ðiɛtiˈtɛvɔ] VERB μεταβ

Παραδειγματικές φράσεις με διαιτητεύω

διαιτητεύω κάτι
διαιτητεύω έναν αγώνα σπορ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский