Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διακινδυνεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διακινδυν|εύω <-εψα [ή -ευσα], -εύτηκα> [ðiacinðiˈnɛvɔ] VERB μεταβ

1. διακινδυνεύω (λαβαίνω υπόψη τον κίνδυνο):

διακινδυνεύω
διακινδυνεύω μια παρατήρηση

2. διακινδυνεύω (εκθέτω σε κίνδυνο):

διακινδυνεύω

3. διακινδυνεύω (εκθέτω σε κίνδυνο αφανισμού):

διακινδυνεύω

Παραδειγματικές φράσεις με διακινδυνεύω

διακινδυνεύω μια παρατήρηση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский