Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διακινώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διακιν|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ðiaciˈnɔ] VERB μεταβ

1. διακινώ (μεταφέρω: πράγματα, εμπροεύματα):

διακινώ

2. διακινώ (θέτω σε κυκλοφορία):

διακινώ

3. διακινώ μτφ (ιδέες):

διακινώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский