Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γκόμενος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

γκόμενος [ˈgɔmɛnɔs] SUBST αρσ οικ (νέος αγαπητικός)

γκόμενος
Freund αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский