Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „οίκον“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

Privatlehrer(in) αρσ (θηλ)
Heimarbeiter(in) αρσ (θηλ)
εργασία θηλ κατ' οίκον
Heimarbeit θηλ
Heimarbeiter(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский