Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αυθόρμητος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αυθόρμητ|ος <-η, -ο> [afˈθɔrmitɔs] ΕΠΊΘ

1. αυθόρμητος (αυτόματος, όχι μελετημένος):

αυθόρμητος

2. αυθόρμητος (χωρίς υποκίνηση άλλου, από μόνος μου):

αυθόρμητος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский