Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αυθεντικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αυθεντικ|ός <-ή, -ό> [afθɛndiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. αυθεντικός (γνήσιος):

αυθεντικός

2. αυθεντικός (έγκυρος: πληροφορίες):

αυθεντικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский